- στερεοτυπικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά, αυτός που αναφέρεται στη στερεοτυπία: Πήρε καινούρια στερεοτυπικά μηχανήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στερεοτυπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στερεοτυπία («στερεοτυπική πλάκα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεοτυπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek